- ερείπιο
- το (AM ἐρείπιον, Α και ως επίθ. ἐρείπιος, -ον) [ερείπω]1. οτιδήποτε έχει καταστραφεί από τον χρόνο ή από άλλες αιτίες, αυτό που μένει μετά την καταστροφή κάποιου πράγματος, γκρεμισμένο οικοδόμημα, χάλασμα2. (για ανθρώπους) ο λόγω ηλικίας ή αρρώστιας εντελώς καταβεβλημένος σωματικά και ψυχικά, ο εξουθενωμένος, ο εξαντλημένος3. πληθ. ερείπιαλείψανα κτίσματος ή πόλης που έχει καταστραφεί, συντρίμματα, χαλάσματααρχ.1. φρ. α) «νεκρῶν ἐρείπια», πτώματα, λείψανα, ψοφίμια, Σοφ.β) «πέπλων ἐρείπια» — ράκη, τεμάχια από ρούχαγ) «θραύμασίν τ’ ἐρειπίων» — συντριμμάτων από ναυάγιο2. ως επίθ. ἐρείπιος, -ονα) ετοιμόρροπος, σαθρός, ερειπωμένοςβ) (κατά τη Σούδα) «ἐρείπιος γῆ, ἡ χέρσος».
Dictionary of Greek. 2013.